κροσσούς

κροσσούς
κροσσοί
tassels
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρόσσους — κροσσόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… …   Dictionary of Greek

  • σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] …   Dictionary of Greek

  • σιλλυβιάν — Α [σίλλυβα] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοὺς κροσσοὺς ἀποσείεσθαι» …   Dictionary of Greek

  • αβραλία — (abralia).Γένος μαλακίων που ζουν στα νερά της Μεσογείου, του Ατλαντικού και του Ινδικού ωκεανού. Ανήκουν στην τάξη των κεφαλόποδων και έχουν σώμα κυλινδρικό με βραχίονες χωρίς μίσχο (επιφυείς βραχίονες) και κροσσούς στο κάτω μέρος. Το γένος… …   Dictionary of Greek

  • Σάντα Κρους — (Santa Cruz). Αρχιπέλαγος του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού, στη Μελανησία, στα Β του αρχιπελάγους των Νέων Εβρίδων, των οποίων αποτελεί συνέχεια, και στα ΝΑ των νησιών του Σολομώντα. Έχει έκταση 960 τ. χλμ. και πληθυσμό 5000 περίπου κάτ. Αποτελείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”